- Μαζάρα
- Μαζάρᾱ , Μαζάρηςmasc nom/voc/acc dualΜαζάρᾱ , Μαζάρηςmasc voc sg (attic)Μαζάρᾱ , Μαζάρηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μάζαρα — Αρχαία πόλη στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού, στη νοτιοδυτική παραλία της Σικελίας. Απείχε περίπου 12 μίλια από την πόλη Λιλύβαιον, τη σημερινή Μαρσάλα. Ο Αννίβας πήρε την πόλη αυτή από τους Σελινουντίους, στους οποίους ανήκε … Dictionary of Greek